Τρίτη 18 Φεβρουαρίου 2014

whatever.

Και με το ξημέρωμα της επόμενης μέρας, εκείνος ακόμα σκέφτεται. Σκέφτεται τι σκατά κάνει λάθος. Για ποιόν λόγο όλα του ξεφεύγουν τόσο εύκολα, όλα τα χάνει. Σκέφτεται. Προσπαθεί να καταλάβει και να δει, αν επενεξετάσει την κάθε του κίνηση, την κάθε ορμή του που τον οδήγησε να βγαίνει ξανά και ξανά χαμένος, όπως πάντα. "Μερικά πράγματα δεν αλλάζουν αγαπητέ μου. Κάποιοι βγαίνουν μονίμως χαμένοι, κάποιοι μονίμως κερδισμένοι. Η κοινωνία είναι το κλειστό σύστημα στο οποίο κρατώνται οι ισορροπίες, όχι ο άνθρωπος. Ο κάθε άνθρωπος ανήκει σε μια από τις δύο κατηγορίες, οι οποίες είναι φτιαγμένες για να κρατώνται αυτές οι ισορροπίες. Άλλοι τους λένε τυχερούς και άτυχους, άλλοι κερδισμένους και χαμένους, άλλοι φτωχούς και πλούσιους. Αλλά πότέ ένας άνθρωπος δεν μεταπηδά από την μια κατηγορία στην άλλη, κανένας δεν το έχει καταφέρει. Για να γίνει κάτι τέτοιο πρέπει να αλλάξει η ίδια η κοινωνία, πρέπει να αλλάξει ο τρόπος που βλέπουμε τον κόσμο. Συνολικά, σαν άνθρωποι."

Τι σχέση έχουν όλα αυτά δεν γνωρίζει, ίσως να μην μάθει ποτέ. Του φαίνεται όμως τόσο παράξενο και συνάμα τόσο, μα τόσο άδικο. Δεν γνωρίζει πως είναι η γεύση της νίκης, γιατί μονίμως ανήκε στους χαμένους. Δεν γνωρίζει την γεύση της τύχης, γιατί μονίμως ήταν άτυχος. Δεν γνωρίζει τη γεύση του πλούτου, γιατί μονίμως ήταν φτωχός. Ήξερε μόνο την γεύση της πίκρας, της απογοήτευσης, του χαμού, της στεναχώριας, του μίσους.

Ήξερε όμως ταυτόχρονα και το γεγονός πως μπορεί και πρέπει να σταθεί στα πόδια του. Να χαράξει ο ίδιος το μέλλον του, ή έστω να προσπαθήσει. Και αυτό τον τροφοδοτούσε με ένα από τα σπουδαιότερα συναισθήματα, την ελπίδα. "Οι άνθρωποι, άλλωστε είναι άνθρωποι επειδή καταλαβαίνουν την σημασία της λέξης ελπίδα." Έτσι δεν είναι? Λέξεις που τριγυρνούν στο μυαλό του, φράσεις, γεγονότα. Η σκέψη του αποκτούσε ιλιγγιώδη ταχύτητα και οι σφυγμοί του άρχισαν να αποκτούν έναν τρελό ρυθμό.

Αυτό είναι η τρέλα? "Πάρε δυο βαθιές ανάσες" μια φωνή μέσα του. "Σκάσε! Πρέπει να βρεθεί λύση!" μια άλλη. Τα χέρια του που τα κοιτούσε με απορία σχημάτιζαν περίεργα σχήματα μέσα στο μυαλό του. Οι εικόνες που του ερχόντουσαν στο μυαλό τον διαπερνούσαν σαν ηλεκτρισμός. Ρίγος. Αναγούλα. "Χαμένοι είναι αυτοί που δεν ξεπερνούν τον εαυτό τους." Τι πάει να πει αυτό?

Ξαφνικά, ένα κενό. Για πρώτη φορά καταλάβαινε πως μιλούσε φωναχτά, με ένταση. Σταμάτησε. Κοίταξε τα χέρια του. Παρατήρησε την κάθε χαρακιά, την κάθε ουλή, τον κάθε μικρό πόρο, την κάθε γραμμή. Προσπάθησε να διακρίνει την κάθε λεπτομέρειά τους, την διαφορετικότητα του ενός  από το άλλο. Ακόμα και αυτά είχαν διαφορές μεταξύ τους. Οι γραμμές του αριστερού χεριού ήταν τελείως διαφορετικές από τις γραμμές του δεξιού. Τα έσφιξε μεταξύ τους, σαν να παρακαλάει κάποιον. Αλήθεια, ποιόν είχε να παρακαλέσει? Σε ποιόν μπορούσε να απευθυνθεί? Στο δωμάτιο στο οποίο ήταν, σκοτεινό και άχαρο, δεν υπήρχε κάποιος. Καταλάβαινε πως ήταν μόνος του. Χαμένος. Ξανά.

Και τότε ζεστά δάκρυα κύλησαν από τα μάτια του. Πάντα λάτρευε την γεύση τους. Είχαν μια αλμυρότητα που δύσκολα ξεχνιέται. Βγήκε έξω, κοιτώντας το φεγγάρι. Βουρκωμένος, του είπε: "Θα τα καταφέρω".

cipherk.